- δοξάτορας
- και τοξάτορας, οο τοξότης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξο + (κατάλ.) -άτορας- ο τ. δοξάτορας με τροπή τού τ- σε δ- παρετυμολογικά προς τη λ. δόξα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοξεύω — (Μ δοξεύω) 1. βάλλω, χτυπώ με τόξο 2. τραυματίζω με βέλος 3. παθ. είμαι πληγωμένος από έρωτα μσν. 1. (για μέλισσα) κεντρίζω 2. προσβάλλω, διασύρω 3. (για δηλητήριο) δηλητηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τοξεύω με τροπή του τ σε δ (βλ. λ. δοξάτορας)] … Dictionary of Greek
δοξόβολο — δοξόβολο(ν), το (Μ) απόσταση βολής τόξου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + βάλλω με τροπή του τ σε δ (βλ. λ. δοξάτορας)] … Dictionary of Greek
δοξότης — ο (Μ δοξότης) ο τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τοξότης με τροπή τού τ σε δ (βλ. λ. δοξάτορας)] … Dictionary of Greek
καταδοξεύω — (Μ) τοξεύω με ευστοχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δοξεύω «τοξεύω» (< τοξεύω, με τροπή τού τ σε δ από παρετυμολογική σύνδεση με το δόξα, πρβλ. και δοξάτορας, δοξάρι)] … Dictionary of Greek